κουτσοκέφαλος

κουτσοκέφαλος
-η, -ο (Μ κουτσοκέφαλος, -η, -ο)
αποκεφαλισμένος, χωρίς κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο-* + -κέφαλος (< κεφάλι), πρβλ. ξερο-κέφαλος, στενο-κέφαλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… …   Dictionary of Greek

  • κουτσοκεφαλιάζω — και κουτσοκεφαλίζω (Μ κουτσοκεφαλίζω) [κουτσοκέφαλος] κόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”